ξεφύλλισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφύλλισμα | τα | ξεφυλλίσματα |
| γενική | του | ξεφυλλίσματος | των | ξεφυλλισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεφύλλισμα | τα | ξεφυλλίσματα |
| κλητική | ξεφύλλισμα | ξεφυλλίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεφύλλισμα < ξεφυλλίζω
Ουσιαστικό
ξεφύλλισμα ουδέτερο
- το γύρισμα των σελίδων ενός εντύπου
- (κατ’ επέκταση) το επίπολαιο και αδιάφορο διάβασμα εντύπου, περιοδικού, εφημερίδας ή και βιβλίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.