ξεφυλλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφυλλίζω < μεσαιωνική ελληνική ἐξεφύλλισα αόριστος του επίσης μεσαιωνικού ἐκφυλλίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.fiˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεφυλλίζω

Ρήμα

ξεφυλλίζω

  1. ρίχνω μια ματιά σε βιβλίο, περιοδικό κλπ, κοιτάζοντας μερικές μόνο σελίδες στα γρήγορα
      Στέκω οραματισμένη και πιστεύω. / Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω / τα ποιήματά σου κι’ όλο μεσιτεύω. (Μαρία Πολυδούρη, Με της σιωπής τα κρίνα..., από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που Σβήνουν»)
  2. αφαιρώ τα φύλλα από ένα φυτό

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.