φυλλάδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φυλλάδιο | τα | φυλλάδια |
| γενική | του | φυλλάδιου & φυλλαδίου |
των | φυλλάδιων & φυλλαδίων |
| αιτιατική | το | φυλλάδιο | τα | φυλλάδια |
| κλητική | φυλλάδιο | φυλλάδια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυλλάδιο < φυλλάδιον < υποκοριστικό του φυλλάς + -ιον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική livret)

Προεταοιμασία φυλλαδίων για διανομή.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φύλλο
Πολυλεκτικοί όροι
- ναυτικό φυλλάδιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.