απαρτχάιντ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαρτχάιντ < (άμεσο δάνειο) αγγλική apartheid < αφρικάανς apartheid < από την ολλανδική λέξη apart (διαχωρίζω) + το επίθεμα -heid (αντίστοιχο του ελληνικού -ότητα)

Ουσιαστικό

απαρτχάιντ ουδέτερο άκλιτο

  • η πολιτική που επιβάλλει απόσταση μεταξύ των διαφόρων φυλετικών ομάδων, ειδικά η πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού και η αντιμετώπιση όλων των μη-ευρωπαϊκών εθνικών ομάδων ως πολιτών β' κατηγορίας στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή, την οποία εφάρμοσε έως το 1990 η Νότιος Αφρική.
    Το apartheid στα αφρικάανς σημαίνει "ξεχωριστότητα".
 συνώνυμα: φυλετισμός

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.