φυγοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυγοπόλεμος οι φυγοπόλεμοι
      γενική του φυγοπολέμου
& φυγοπόλεμου
των φυγοπολέμων
    αιτιατική τον φυγοπόλεμο τους φυγοπολέμους
& φυγοπόλεμους
     κλητική φυγοπόλεμε φυγοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυγοπόλεμος < φεύγω + πόλεμος

Επίθετο

φυγοπόλεμος, η, ο

  1. που αποφεύγει να πολεμήσει, όπως π.χ. οι στρατιώτες που υπηρετούν σε γραφεία
  2. (μεταφορικά) ο υπερβολικά υποχωρητικός, ο φυγόμαχος, εκείνος που αρνείται να δώσει μάχες για να υπερασπιστεί όσα θεωρητικά οφείλει να υποστηρίζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.