φυγοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φυγοπόλεμος | οι | φυγοπόλεμοι |
| γενική | του | φυγοπολέμου & φυγοπόλεμου |
των | φυγοπολέμων |
| αιτιατική | τον | φυγοπόλεμο | τους | φυγοπολέμους & φυγοπόλεμους |
| κλητική | φυγοπόλεμε | φυγοπόλεμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθετο
φυγοπόλεμος, η, ο
- που αποφεύγει να πολεμήσει, όπως π.χ. οι στρατιώτες που υπηρετούν σε γραφεία
- (μεταφορικά) ο υπερβολικά υποχωρητικός, ο φυγόμαχος, εκείνος που αρνείται να δώσει μάχες για να υπερασπιστεί όσα θεωρητικά οφείλει να υποστηρίζει
Μεταφράσεις
φυγοπόλεμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.