φτυαριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτυαριά οι φτυαριές
      γενική της φτυαριάς των φτυαριών
    αιτιατική τη φτυαριά τις φτυαριές
     κλητική φτυαριά φτυαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτυαριά < φτυάρ(ι) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ftçaɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτυαριά

Ουσιαστικό

φτυαριά θηλυκό

  1. χτύπημα με φτυάρι
  2. ό,τι χωράει σ' ένα φτυάρι και μπορεί να μεταφερθεί ή μετατοπιστεί μ' αυτό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φτυάρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.