ψευτοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψευτοδουλειά | οι | ψευτοδουλειές |
| γενική | της | ψευτοδουλειάς | των | ψευτοδουλειών |
| αιτιατική | την | ψευτοδουλειά | τις | ψευτοδουλειές |
| κλητική | ψευτοδουλειά | ψευτοδουλειές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψευτοδουλειά θηλυκό
- πρόχειρη εργασία που δεν παρέχει στον εργαζόμενο κανονικό, σταθερό εισόδημα, που δεν έχειπροοπτικές, που την κάνει κάποιος μόνον κατ' ανάγκη μέχρι να βει καλύτερη απασχόληση
- κακή τεχνική εργασία, πρόχειρη επισκευή ή κατασκευή, δουλειά που έγινε με πρόχειρο τρόπο, που το αποτέλεσμά της δεν έχει τη λογικά αναμενόμενη διάρκεια ζωής, που χαλάει εύκολα ή γρήγορα
Μεταφράσεις
ψευτοδουλειά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.