φταίχτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φταίχτρα | οι | φταίχτρες |
| γενική | της | φταίχτρας | των | (φταιχτρών) |
| αιτιατική | τη | φταίχτρα | τις | φταίχτρες |
| κλητική | φταίχτρα | φταίχτρες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.