φραπόγαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φραπόγαλο τα φραπόγαλα
      γενική του φραπόγαλου των φραπόγαλων
    αιτιατική το φραπόγαλο τα φραπόγαλα
     κλητική φραπόγαλο φραπόγαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραπόγαλο < φραπές + γάλα

Ουσιαστικό

φραπόγαλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.