φραντσέζικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φραντσέζικος η φραντσέζικη το φραντσέζικο
      γενική του φραντσέζικου της φραντσέζικης του φραντσέζικου
    αιτιατική τον φραντσέζικο τη φραντσέζικη το φραντσέζικο
     κλητική φραντσέζικε φραντσέζικη φραντσέζικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φραντσέζικοι οι φραντσέζικες τα φραντσέζικα
      γενική των φραντσέζικων των φραντσέζικων των φραντσέζικων
    αιτιατική τους φραντσέζικους τις φραντσέζικες τα φραντσέζικα
     κλητική φραντσέζικοι φραντσέζικες φραντσέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φραντσέζικος < πιθανόν από την ιταλική λέξη Francese

Επίθετο

φραντσέζικος

  1. παρωχημένο επίθετο που σήμαινε οτιδήποτε γαλλικό
    Αυτός είναι μορφωμένος, μιλάει και τα φραντσέζικα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.