φραγκορράφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φραγκορράφτης οι φραγκορράφτες, φραγκορράφτηδες
& φραγκορραφτάδες
      γενική του φραγκορράφτη των φραγκορραφτών, φραγκορράφτηδων
& φραγκορραφτάδων
    αιτιατική τον φραγκορράφτη τους φραγκορράφτες, φραγκορράφτηδες
& φραγκορραφτάδες
     κλητική φραγκορράφτη φραγκορράφτες, φραγκορράφτηδες
& φραγκορραφτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραγκορράφτης < φραγκο- + ράφτης με ρρ

Ουσιαστικό

φραγκορράφτης αρσενικό

  • (επάγγελμα, παρωχημένο) άλλη γραφή του φραγκοράφτης
      «Ελληνοράφτες» ἀποκαλοῦσαν αὐτοὺς ποὺ ράβανε τὶς φουστανέλλες καὶ κεντούσανε τὶς χρυσοπλούμιστες φέρμελες, σ ̓ ἀντίθεση μὲ τοὺς «φραγκορράφτες», ποὺ ράβανε τὰ εὐρωπαϊκῆς μόδας – φράγκικα – κοστούμια. (Αρχείον Ευβοϊκών μελετών, τόμος 17, 1971. σελ. 103)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.