φραγκοράπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φραγκοράπτης οι φραγκοράπτες, φραγκοράπτηδες
& φραγκοραπτάδες
      γενική του φραγκοράπτη των φραγκοραπτών, φραγκοράπτηδων
& φραγκοραπτάδων
    αιτιατική τον φραγκοράπτη τους φραγκοράπτες, φραγκοράπτηδες
& φραγκοραπτάδες
     κλητική φραγκοράπτη φραγκοράπτες, φραγκοράπτηδες
& φραγκοραπτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραγκοράπτης < φραγκο- + ράπτης

Ουσιαστικό

φραγκοράπτης αρσενικό

  • (επάγγελμα) άλλη γραφή του φραγκοράφτης
      «Αλλά τώρα φοράμε ρούχα, που, κατά κάποιον τρόπο, έρχονται από τη Δύση. Γι'αυτό έγραφαν στα ραφεῖα «ἑλληνοράπτης» ἤ «φραγκοράπτης» (Φασιανός, Μετά το μύθο της γειτονιάς: σαν αυτοβιογραφία, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005 σελ. 87)
      Την περίοδο που τα δυτικότροπα, ευρωπαϊκά ενδύματα άρχισαν να επηρεάζουν και την ένδυση στη Ελλάδα, δημιουργήθηκαν δύο τάσεις ραπτικής. Εκείνους που έραβαν τα ελληνικά ενδύματα, τους «ελληνοράπτες» και εκείνους που έραβαν τα ευρωπαϊκά (φράγκικα) τους «φραγκοράπτες» (Πηνελόπη Λαλιώτη, Πολιτισμική ταυτότητα και ένδυση. Οι ελληνικές τοπικές ενδυμασίες ως γλώσσα επικοινωνίας και ως brand. Μουσειακό αντικείμενο ή ζωντανός οργανισμός;, Διπλωματική Εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2021, σελ. 23 )

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.