φραγκοράφτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φραγκοράφτρα οι φραγκοράφτρες
      γενική της φραγκοράφτρας
    αιτιατική τη φραγκοράφτρα τις φραγκοράφτρες
     κλητική φραγκοράφτρα φραγκοράφτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραγκοράφτρα < φραγκοράφτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

φραγκοράφτρα θηλυκό (αρσενικό φραγκοράφτης)

  • (παρωχημένο, επάγγελμα) γυναίκα που ράβει φράγκικα (δυτικότροπα) ρούχα κατ' επάγγελμα
      Η σοφή γυναίκα, η Φαναριώτισσα με τη λεπτή ανατροφή, ήταν και νοικοκυρά μεγάλη. Και φραγκοράφτρα ακόμα. (Γρηγόριος Ξενόπουλος, Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα, Αυτοβιογραφέα, Άπαντα, τ. 1, Αθήνα, 1972, σ.72)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.