φραγκολεβαντίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φραγκολεβαντίνα | οι | φραγκολεβαντίνες |
| γενική | της | φραγκολεβαντίνας | των | φραγκολεβαντίνων |
| αιτιατική | τη | φραγκολεβαντίνα | τις | φραγκολεβαντίνες |
| κλητική | φραγκολεβαντίνα | φραγκολεβαντίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φραγκολεβαντίνα < φραγκολεβαντίνος + κατάληξη θηλυκού -ίνα
Ουσιαστικό
φραγκολεβαντίνα και φραγκολεβαντίνη θηλυκό
- γυναίκα ευρωπαϊκής καταγωγής που ζει σε κάποια χώρα της Εγγύς Ανατολής
Μεταφράσεις
φραγκολεβαντίνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.