φραγγέλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φραγγέλωμα | τα | φραγγελώματα |
| γενική | του | φραγγελώματος | των | φραγγελωμάτων |
| αιτιατική | το | φραγγέλωμα | τα | φραγγελώματα |
| κλητική | φραγγέλωμα | φραγγελώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φραγγέλωμα < φραγγελώνω + -μα
Μεταφράσεις
φραγγέλωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.