φουρκάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φουρκάδα | οι | φουρκάδες |
| γενική | της | φουρκάδας | των | φουρκάδων |
| αιτιατική | τη | φουρκάδα | τις | φουρκάδες |
| κλητική | φουρκάδα | φουρκάδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 251.
Μεταφράσεις
φουρκάδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.