φορτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορτικότητα οι φορτικότητες
      γενική της φορτικότητας των φορτικοτήτων
    αιτιατική τη φορτικότητα τις φορτικότητες
     κλητική φορτικότητα φορτικότητες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορτικότητα < φορτικός + -ότητα

Ουσιαστικό

φορτικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.