φορτηγιδοφόρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορτηγιδοφόρο τα φορτηγιδοφόρα
      γενική του φορτηγιδοφόρου των φορτηγιδοφόρων
    αιτιατική το φορτηγιδοφόρο τα φορτηγιδοφόρα
     κλητική φορτηγιδοφόρο φορτηγιδοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορτηγιδοφόρο < φορτηγίδα + φέρω

Ουσιαστικό

φορτηγιδοφόρο ουδέτερο

  1. εμπορικό πλοίο τύπου αυτοκινούμενης πλωτής δεξαμενής που μεταφέρει φορτηγίδες με εμπορεύματα.
    το φορτηγιδοφόρο σπάνια εισέρχεται σε λιμάνι, ανταλλάσσει φορτηγίδες στο αγκυροβόλιο με ελάχιστο κόστος χρόνου προσέγγισης και λιμενικών τελών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.