φορτηγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορτηγίδα οι φορτηγίδες
      γενική της φορτηγίδας των φορτηγίδων
    αιτιατική τη φορτηγίδα τις φορτηγίδες
     κλητική φορτηγίδα φορτηγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορτηγίδα < φορτηγίς -ίδος < φορτηγός

Ουσιαστικό

φορτηγίδα θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) η μαούνα
  • (ναυτικός όρος) πλωτό μέσο μεταφοράς εμπορευμάτων με χαμηλή καρίνα, κατάλληλο για ποτάμιες μεταφορές (barge)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.