φοροκάρτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοροκάρτα οι φοροκάρτες
      γενική της φοροκάρτας των φοροκαρτών
    αιτιατική τη φοροκάρτα τις φοροκάρτες
     κλητική φοροκάρτα φοροκάρτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φοροκάρτα < φόρ(ος) + -ο- + κάρτα

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.ɾoˈkaɾ.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φοροκάρτα

Ουσιαστικό

φοροκάρτα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
  • φοροκάρτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.