φοροαπαλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φοροαπαλλαγή | οι | φοροαπαλλαγές |
| γενική | της | φοροαπαλλαγής | των | φοροαπαλλαγών |
| αιτιατική | τη | φοροαπαλλαγή | τις | φοροαπαλλαγές |
| κλητική | φοροαπαλλαγή | φοροαπαλλαγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φοροαπαλλαγή < φόρος + απαλλαγή < απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού οικονομικού όρου tax exemption
Ουσιαστικό
φοροαπαλλαγή θηλυκό
- η απαλλαγή πολιτών από την καταβολή φόρου για διάφορες περιπτώσεις που διευκρινίζονται από τη νομοθεσία
- φοροαπαλλαγή στο εισόδημα π.χ. για την αποζημίωση απολυθέντος που δεν νοείται ως εισόδημα
- φοροαπαλλαγή πολίτη που μονίμως ή προσωρινά ανήκει σε μη φορολογητέα ομάδα π.χ. ο άνεργος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.