φονταμενταλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φονταμενταλισμός οι φονταμενταλισμοί
      γενική του φονταμενταλισμού των φονταμενταλισμών
    αιτιατική τον φονταμενταλισμό τους φονταμενταλισμούς
     κλητική φονταμενταλισμέ φονταμενταλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φονταμενταλισμός < αγγλική fundamentalism

Προφορά

ΔΦΑ : /fon.da.men.ta.liˈzmos/

Ουσιαστικό

φονταμενταλισμός αρσενικό

  • η ακραία συντηρητική εκδοχή μιας θρησκείας που προβάλλεται ως επιστροφή στις ρίζες της και αυστηρή τήρηση των αρχών της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.