φοινίκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φοινίκιον | τὰ | φοινίκιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | φοινικίου | τῶν | φοινικίων | ||||
| δοτική | τῷ | φοινικίῳ | τοῖς | φοινικίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | φοινίκιον | τὰ | φοινίκιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | φοινίκιον | φοινίκιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φοινικίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | φοινικίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία 1
- φοινίκιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φοῖνιξ, φοινικ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
- μεσαιωνικά ελληνικά: φοινίκιν
- νέα ελληνικά: το γλυκό φοινίκι
Ετυμολογία 2
- φοινίκιον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φοινίκιον
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φοινίκιος / Φοινίκιος
Πηγές
- φοινίκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.