φλομώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλομώνω < μεσαιωνική ελληνική φλομώνω < (ελληνιστική κοινή) φλόμος (αρσενικό) < αρχαία ελληνική φλόμος (θηλυκό)
Ρήμα
φλομώνω
- (κυριολεκτικά) γεμίζω με καπνό ή με μια άσχημη μυρωδιά έναν χώρο
- (μεταφορικά) ζαλίζω τους άλλους με αερολογίες, ψέματα ή κενές υποσχέσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φλόμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φλομώνω | φλόμωνα | θα φλομώνω | να φλομώνω | φλομώνοντας | |
| β' ενικ. | φλομώνεις | φλόμωνες | θα φλομώνεις | να φλομώνεις | φλόμωνε | |
| γ' ενικ. | φλομώνει | φλόμωνε | θα φλομώνει | να φλομώνει | ||
| α' πληθ. | φλομώνουμε | φλομώναμε | θα φλομώνουμε | να φλομώνουμε | ||
| β' πληθ. | φλομώνετε | φλομώνατε | θα φλομώνετε | να φλομώνετε | φλομώνετε | |
| γ' πληθ. | φλομώνουν(ε) | φλόμωναν φλομώναν(ε) |
θα φλομώνουν(ε) | να φλομώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φλόμωσα | θα φλομώσω | να φλομώσω | φλομώσει | ||
| β' ενικ. | φλόμωσες | θα φλομώσεις | να φλομώσεις | φλόμωσε | ||
| γ' ενικ. | φλόμωσε | θα φλομώσει | να φλομώσει | |||
| α' πληθ. | φλομώσαμε | θα φλομώσουμε | να φλομώσουμε | |||
| β' πληθ. | φλομώσατε | θα φλομώσετε | να φλομώσετε | φλομώστε | ||
| γ' πληθ. | φλόμωσαν φλομώσαν(ε) |
θα φλομώσουν(ε) | να φλομώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φλομώσει | είχα φλομώσει | θα έχω φλομώσει | να έχω φλομώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φλομώσει | είχες φλομώσει | θα έχεις φλομώσει | να έχεις φλομώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φλομώσει | είχε φλομώσει | θα έχει φλομώσει | να έχει φλομώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φλομώσει | είχαμε φλομώσει | θα έχουμε φλομώσει | να έχουμε φλομώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φλομώσει | είχατε φλομώσει | θα έχετε φλομώσει | να έχετε φλομώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φλομώσει | είχαν φλομώσει | θα έχουν φλομώσει | να έχουν φλομώσει |
| |
Μεταφράσεις
φλομώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.