φλογοκαμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φλογοκαμένος | η | φλογοκαμένη | το | φλογοκαμένο |
| γενική | του | φλογοκαμένου | της | φλογοκαμένης | του | φλογοκαμένου |
| αιτιατική | τον | φλογοκαμένο | τη | φλογοκαμένη | το | φλογοκαμένο |
| κλητική | φλογοκαμένε | φλογοκαμένη | φλογοκαμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φλογοκαμένοι | οι | φλογοκαμένες | τα | φλογοκαμένα |
| γενική | των | φλογοκαμένων | των | φλογοκαμένων | των | φλογοκαμένων |
| αιτιατική | τους | φλογοκαμένους | τις | φλογοκαμένες | τα | φλογοκαμένα |
| κλητική | φλογοκαμένοι | φλογοκαμένες | φλογοκαμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φλογοκαμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
φλογοκαμένος, -η, -ο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
φλογοκαμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.