φλασκιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλασκιά οι φλασκιές
      γενική της φλασκιάς των φλασκιών
    αιτιατική τη φλασκιά τις φλασκιές
     κλητική φλασκιά φλασκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλασκιά < φλάσκα + -ιά

Ουσιαστικό

φλασκιά θηλυκό

  1. (φυτό) νεροκολοκυθιά (φυτό)
  2. (λαϊκότροπο) χτύπημα με μία φλάσκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.