φλάντζα

Νέα ελληνικά (el)

Μεταλλική φλάντζα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλάντζα οι φλάντζες
      γενική της φλάντζας των φλαντζών
    αιτιατική τη φλάντζα τις φλάντζες
     κλητική φλάντζα φλάντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλάντζα < αγγλική flange

Ουσιαστικό

φλάντζα θηλυκό

  • οποιοδήποτε υλικό (πχ. φελλός, χαλκός, περμανίτης, λάστιχο) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανάμεσα σε δύο επιφάνειες ώστε να εξασφαλίζει την στεγανότητα και να αποτρέπει τη διαρροή.

  • φλάτζα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.