φιλοχρηματία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλοχρηματία | οι | φιλοχρηματίες |
| γενική | της | φιλοχρηματίας | των | φιλοχρηματιών |
| αιτιατική | τη | φιλοχρηματία | τις | φιλοχρηματίες |
| κλητική | φιλοχρηματία | φιλοχρηματίες | ||
| η γενική του πληθυντικού είναι δύσχρηστη | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλοχρηματία < αρχαία ελληνική φιλοχρηματία < φιλοχρήματος
Ουσιαστικό
φιλοχρηματία θηλυκό
- η αγάπη για το χρήμα που μπορεί να παραμερίσει άλλες αξίες, η φιλαργυρία
Μεταφράσεις
φιλοχρηματία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.