φιλοτιμούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιλοτιμούμαι < αρχαία ελληνική φιλοτιμέομαι-οῦμαι

Ρήμα

φιλοτιμούμαι

  • δείχνω φιλότιμο, αλλά κατά κανόνα έρχομαι στο φιλότιμο, είτε από ντροπή κατόπιν σκέψης είτε με τον εξαναγκασμό άλλου, συχνά υπό την πίεση των συνθηκών
    Επιτέλους φιλοτιμήθηκε να παραιτηθεί από υπουργός
    Μα καλά, δεν φιλοτιμήθηκε να σας κεράσει έστω ένα ποτό για το γάμο της κόρης του;
    Ρε παιδιά, θα φιλοτιμηθεί κανείς τελικά να πληρώσει ή θα φεσώσουμε το μαγαζί;

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.