φιλοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλοπόλεμος | η | φιλοπόλεμη | το | φιλοπόλεμο |
| γενική | του | φιλοπόλεμου | της | φιλοπόλεμης | του | φιλοπόλεμου |
| αιτιατική | τον | φιλοπόλεμο | τη | φιλοπόλεμη | το | φιλοπόλεμο |
| κλητική | φιλοπόλεμε | φιλοπόλεμη | φιλοπόλεμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλοπόλεμοι | οι | φιλοπόλεμες | τα | φιλοπόλεμα |
| γενική | των | φιλοπόλεμων | των | φιλοπόλεμων | των | φιλοπόλεμων |
| αιτιατική | τους | φιλοπόλεμους | τις | φιλοπόλεμες | τα | φιλοπόλεμα |
| κλητική | φιλοπόλεμοι | φιλοπόλεμες | φιλοπόλεμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλοπόλεμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
φιλοπόλεμος, -η, -ο
- εκείνος που εγκρινει, επιδιώκει και συχνά απολαμβάνει τον πόλεμο
- χαρακτηρισμός διάθεσης, που του αρέσει ο πόλεμος.
- ↪ ήρθε με άγριες, φιλοπόλεμες διαθέσεις
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
φιλοπόλεμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.