φιλοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοπόλεμος η φιλοπόλεμη το φιλοπόλεμο
      γενική του φιλοπόλεμου της φιλοπόλεμης του φιλοπόλεμου
    αιτιατική τον φιλοπόλεμο τη φιλοπόλεμη το φιλοπόλεμο
     κλητική φιλοπόλεμε φιλοπόλεμη φιλοπόλεμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοπόλεμοι οι φιλοπόλεμες τα φιλοπόλεμα
      γενική των φιλοπόλεμων των φιλοπόλεμων των φιλοπόλεμων
    αιτιατική τους φιλοπόλεμους τις φιλοπόλεμες τα φιλοπόλεμα
     κλητική φιλοπόλεμοι φιλοπόλεμες φιλοπόλεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλοπόλεμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

φιλοπόλεμος, -η, -ο

  1. εκείνος που εγκρινει, επιδιώκει και συχνά απολαμβάνει τον πόλεμο
  2. χαρακτηρισμός διάθεσης, που του αρέσει ο πόλεμος.
    ήρθε με άγριες, φιλοπόλεμες διαθέσεις

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.