φιλές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλές | οι | φιλέδες |
| γενική | του | φιλέ | των | φιλέδων |
| αιτιατική | τον | φιλέ | τους | φιλέδες |
| κλητική | φιλέ | φιλέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλές < από το γαλλικό filet (δίχτυ, μεταξύ άλλων)
Ουσιαστικό
φιλές αρσενικό
- δικτυωτός κεφαλόδεσμος για τις ανάγκες της κομμωτικής
- δικτυωτό πλέγμα για χωρισμό αθλητικών χώρων
- (τυπογραφικός όρος) γραμμή που διαχωρίζει τις στήλες κάθετα
Μεταφράσεις
φιλές
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.