φιλές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλές οι φιλέδες
      γενική του φιλέ των φιλέδων
    αιτιατική τον φιλέ τους φιλέδες
     κλητική φιλέ φιλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλές < από το γαλλικό filet (δίχτυ, μεταξύ άλλων)

Ουσιαστικό

φιλές αρσενικό

  1. δικτυωτός κεφαλόδεσμος για τις ανάγκες της κομμωτικής
  2. δικτυωτό πλέγμα για χωρισμό αθλητικών χώρων
  3. (τυπογραφικός όρος) γραμμή που διαχωρίζει τις στήλες κάθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.