φιδόγλωσσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιδόγλωσσα | οι | φιδόγλωσσες |
| γενική | της | φιδόγλωσσας | των | φιδογλωσσών |
| αιτιατική | τη | φιδόγλωσσα | τις | φιδόγλωσσες |
| κλητική | φιδόγλωσσα | φιδόγλωσσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φιδόγλωσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.