φιδόγλωσσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιδόγλωσσα οι φιδόγλωσσες
      γενική της φιδόγλωσσας των φιδογλωσσών
    αιτιατική τη φιδόγλωσσα τις φιδόγλωσσες
     κλητική φιδόγλωσσα φιδόγλωσσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιδόγλωσσα < φίδι + γλώσσα

Ουσιαστικό

φιδόγλωσσα θηλυκό

  1. η γλώσσα ανθρώπων που στάζει δηλητήριο
  2. η γλώσσα του ερπετού φιδιού

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.