φθογγολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φθογγολογία | οι | φθογγολογίες |
| γενική | της | φθογγολογίας | των | φθογγολογιών |
| αιτιατική | τη | φθογγολογία | τις | φθογγολογίες |
| κλητική | φθογγολογία | φθογγολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fθoŋ.ɡo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φθογ‐γο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
φθογγολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία, παρωχημένο) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
- φθογγολογικό (ουδέτερο)
- φθογγολογικός
- φθόγγος
Μεταφράσεις
φθογγολογία
|
|
Αναφορές
- φθογγολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.