φθογγολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φθογγολογία οι φθογγολογίες
      γενική της φθογγολογίας των φθογγολογιών
    αιτιατική τη φθογγολογία τις φθογγολογίες
     κλητική φθογγολογία φθογγολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φθογγολογία < φθόγγ(ος) + -ο- + -λογία [1] ή απόδοση για τη γερμανική Lautlehre [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /fθoŋ.ɡo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φθογγολογία

Ουσιαστικό

φθογγολογία θηλυκό

  • (γλωσσολογία, παρωχημένο) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φθογγολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.