φηντάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φηντάρισμα | τα | φηνταρίσματα |
| γενική | του | φηνταρίσματος | των | φηνταρισμάτων |
| αιτιατική | το | φηντάρισμα | τα | φηνταρίσματα |
| κλητική | φηντάρισμα | φηνταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φηντάρισμα ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φηντάρω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φηντάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.