φηντάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φηντάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική feed + κατάληξη -άρω

Ρήμα

φηντάρω

 συνώνυμα: ταΐζω

Συγγενικά

Κλίση

    πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
    α' ενικ. φηντάρω φήνταρα θα φηντάρω να φηντάρω φηντάροντας
    β' ενικ. φηντάρεις φήνταρες θα φηντάρεις να φηντάρεις φηντάρετε
    γ' ενικ. φηντάρει φήνταρε θα φηντάρει να φηντάρει
    α' πληθ. φηντάρουμε φηντάραμε θα φηντάρουμε να φηντάρουμε
    β' πληθ. φηντάρετε φηντάρατε θα φηντάρετε να φηντάρετε φηντάρετε
    γ' πληθ. φηντάρουν(ε) φήνταραν
    φηντάραν(ε)
    θα φηντάρουν(ε) να φηντάρουν(ε)

    Μεταφράσεις

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.