φετιχολάτρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φετιχολάτρης | οι | φετιχολάτρες |
| γενική | του | φετιχολάτρη | των | φετιχολατρών |
| αιτιατική | τον | φετιχολάτρη | τους | φετιχολάτρες |
| κλητική | φετιχολάτρη | φετιχολάτρες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
φετιχολάτρης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.