φετιάλιοι

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φετιάλιοι
      γενική τῶν φετιαλίων
      δοτική τοῖς φετιαλίοις
    αιτιατική τοὺς φετιαλίους
     κλητική ! φετιάλιοι
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φετιάλιοι (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική fetiales < fetialis

Κύριο όνομα

φετιάλιοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (& φιτιαλεῖς & φητιάλιοι)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.