εἰρηνοδίκαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οἱ | εἰρηνοδίκαι | ||||||
| γενική | τῶν | εἰρηνοδικῶν | ||||||
| δοτική | τοῖς | εἰρηνοδίκαις | ||||||
| αιτιατική | τοὺς | εἰρηνοδίκᾱς | ||||||
| κλητική ὦ! | εἰρηνοδίκαι | |||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰρηνοδίκᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | εἰρηνοδίκαιν | ||||||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Δείτε και εἰρηνοδίκης. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- εἰρηνοδίκαι πρώτη γραπτή εμφάνιση 1ος αιώνας, Διονύσιος Αλικαρνασσεύς < απόδοση για τη λατινική fetiales, πληθυντικός του fētiālis.[1] Μορφολογικά, αναλύεται σε εἰρήν(η) + -ο- + δίκης στον πληθυντικό (δίκη)
Ουσιαστικό
εἰρηνοδίκαι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή) σώμα Ρωμαίων ιερέων (fetiales) που συμβούλευε τη Σύγκλητο σχετικά με τις εξωτερικές υποθέσεις και συνθήκες
- ※ 1ος αιώνας κ3 ⌘ Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 2.72.1
- ... τῶν καλουμένων φετιαλίων. οὗτοι δ΄ ἂν εἴησαν κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν καλούμενοι διάλεκτον εἰρηνοδίκαι
- ※ 1ος αιώνας κ3 ⌘ Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία, 2.72.1
-
Fetial στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- ειρηνοδίκης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- εἰρηνοδίκαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.