φητιάλιοι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οἱ | φητιάλιοι | ||||||
| γενική | τῶν | φητιαλίων | ||||||
| δοτική | τοῖς | φητιαλίοις | ||||||
| αιτιατική | τοὺς | φητιαλίους | ||||||
| κλητική ὦ! | φητιάλιοι | |||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
φητιάλιοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (& φιτιαλεῖς)
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του φετιάλιοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.