φατνίον

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φατνίον τὰ φατνί
      γενική τοῦ φατνίου τῶν φατνίων
      δοτική τῷ φατνί τοῖς φατνίοις
    αιτιατική τὸ φατνίον τὰ φατνί
     κλητική ! φατνίον φατνί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φατνίω
γεν-δοτ τοῖν  φατνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φατνίον < αρχαία ελληνική φάτν(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίον

Ουσιαστικό

φατνίον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.