φασιστάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασιστάκι τα φασιστάκια
      γενική
    αιτιατική το φασιστάκι τα φασιστάκια
     κλητική φασιστάκι φασιστάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φασιστάκι < φασίστ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.siˈsta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φασιστάκι

Ουσιαστικό

φασιστάκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φασίστας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.