πικρό
Νέα ελληνικά
(el)
Ουσιαστικό
πικρό
ουδέτερο
(
μόνο στον ενικό
) μια από τις πέντε βασικές
γεύσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πικρό
αιτιατική
ενικού
του
πικρός
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
ουδέτερου
γένους
του
πικρός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.