φανελλένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φανελλένιος | η | φανελλένια | το | φανελλένιο |
| γενική | του | φανελλένιου | της | φανελλένιας | του | φανελλένιου |
| αιτιατική | τον | φανελλένιο | τη | φανελλένια | το | φανελλένιο |
| κλητική | φανελλένιε | φανελλένια | φανελλένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φανελλένιοι | οι | φανελλένιες | τα | φανελλένια |
| γενική | των | φανελλένιων | των | φανελλένιων | των | φανελλένιων |
| αιτιατική | τους | φανελλένιους | τις | φανελλένιες | τα | φανελλένια |
| κλητική | φανελλένιοι | φανελλένιες | φανελλένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
φανελλένιος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, . Καταχώριση ως «φανελλένιος» (σ. 7565).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.