φανερώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φανερώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φανερώνω
  2. θα φανερώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φανερώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φανερώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φανέρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.