φαλτσέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαλτσέτα οι φαλτσέτες
      γενική της φαλτσέτας των φαλτσετών
    αιτιατική τη φαλτσέτα τις φαλτσέτες
     κλητική φαλτσέτα φαλτσέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαλτσέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική falcetta

Ουσιαστικό

φαλτσέτα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.