φαλκίδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φαλκίδιον τὰ φαλκίδι
      γενική τοῦ φαλκιδίου τῶν φαλκιδίων
      δοτική τῷ φαλκιδί τοῖς φαλκιδίοις
    αιτιατική τὸ φαλκίδιον τὰ φαλκίδι
     κλητική ! φαλκίδιον φαλκίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαλκιδίω
γεν-δοτ τοῖν  φαλκιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαλκίδιον < (λόγιο δάνειο) λατινική Lex Falcidia, από το όνομα του εισηγητή του, Publius Falcidius· ο νόμος όριζε ότι όποιος διαθέτει την περιουσία του με διαθήκη υποχρεούται να κληροδοτήσει τουλάχιστον το 1/4 αυτής στον νόμιμο κληρονόμο του· στα νέα ελληνικά η λέξη έδωσε τα φαλκιδεύω, φαλκίδευση

Ουσιαστικό

φαλκίδιον αρσενικό (όψιμη ελληνιστική κοινή)

  • (νομικός όρος) το ελάχιστο μέρος μιας περιουσίας που πρέπει υποχρεωτικά να παραμείνει στους κληρονόμους σύμφωνα με τον νόμο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.