φαλαγγεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φαλαγγεῖον τὰ φαλαγγεῖ
      γενική τοῦ φαλαγγείου τῶν φαλαγγείων
      δοτική τῷ φαλαγγεί τοῖς φαλαγγείοις
    αιτιατική τὸ φαλαγγεῖον τὰ φαλαγγεῖ
     κλητική ! φαλαγγεῖον φαλαγγεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαλαγγείω
γεν-δοτ τοῖν  φαλαγγείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαλαγγεῖον < φαλάγγ(ιον) με τονισμένη κατάληξη -ίον < φάλαγξ + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

φᾰλαγγεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του φαλάγγιον για τη σημασία του ναυτικού όρου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.