φακελοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φακελοποιία οι φακελοποιίες
      γενική της φακελοποιίας των φακελοποιιών
    αιτιατική τη φακελοποιία τις φακελοποιίες
     κλητική φακελοποιία φακελοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φακελοποιία < φακελοποιός + -ία

Ουσιαστικό

φακελοποιία θηλυκό

  1. η κατασκευή φακέλων
  2. μονάδα κατασκευής φακέλων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.