φακελοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φακελοποιία | οι | φακελοποιίες |
| γενική | της | φακελοποιίας | των | φακελοποιιών |
| αιτιατική | τη | φακελοποιία | τις | φακελοποιίες |
| κλητική | φακελοποιία | φακελοποιίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φακελοποιία < φακελοποιός + -ία
Μεταφράσεις
φακελοποιία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.