φάσκωλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φάσκωλος οἱ φάσκωλοι
      γενική τοῦ φασκώλου τῶν φασκώλων
      δοτική τῷ φασκώλ τοῖς φασκώλοις
    αιτιατική τὸν φάσκωλον τοὺς φασκώλους
     κλητική ! φάσκωλε φάσκωλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φασκώλω
γεν-δοτ τοῖν  φασκώλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάσκωλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φάσκωλος αρσενικό

  1. δερμάτινος σάκος, σακούλα
      Ἀριστοφάνης δ᾽ ἐν Θεσμοφοριαζούσαις ῾I 474 K':'. ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ᾽, οἷον ἔπνευσεν ὁ μιαρὸς · φάσκωλος εὐθὺς λυόμενός μοι τοῦ μύρου καὶ βακκάριδος
    Ο Αριστοφάνης στις Θεσμοφοριάζουσες, ῾I 474 K':'. Ω Δία, με τι μυρωδιά, αυτός ο μιαρός σάκος, αμέσως μόλις λύθηκε, με γέμισε, από βάκκαρι και μύρο!
    (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, Kaibel, Ed., 15.41, perseus.tufts.edu / )
  2. δεμάτι

  • φάσκωλον

Συγγενικά

  • φασκώλιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.