βάκκαρις

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

βάκκαρις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βάκκαρις θηλυκό ή βάκχαρις

  1. (φυτό) φυτό με αρωματική ρίζα
  2. το αρωματικό λάδι/αλοιφή από τη ρίζα του ομώνυμου φυτού
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 41 Ed. Kaibel / @perseus.tufts.edu
    Ἀριστοφάνης δ᾽ ἐν Θεσμοφοριαζούσαις ῾I 474 K':'. ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ᾽, οἷον ἔπνευσεν ὁ μιαρὸς · φάσκωλος εὐθὺς λυόμενός μοι τοῦ μύρου καὶ βακκάριδος
    Ο Αριστοφάνης στις Θεσμοφοριάζουσες, ῾I 474 K':'. Ω Δία, με τι μυρωδιά, αυτός ο μιαρός σάκος, αμέσως μόλις λύθηκε, με γέμισε, από βάκκαρι και μύρο!

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.